- Κυθερηΐς
- Κῠθερηΐς, ΐδος, ἡ, Adj.A of Cythereia, Man.4.207.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυθερηίς — κυθερηΐς, ίδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στην Κυθέρεια Αφροδίτη … Dictionary of Greek